- κίβος
- (Cebus). Γένος πλατύρρινων πιθήκων της οικογένειας των κιβιδών. Περιλαμβάνει πολυάριθμα είδη, που ζουν σε διάφορες τροπικές και υποτροπικές ζώνες της Κεντρικής και Νότιας Αμερικής. Ο κ. ο καπουτσίνος είναι το κυριότερο είδος που περιγράφηκε από τον Λινναίο. Πήρε αυτή την ονομασία από το τρίχωμα της κεφαλής του, που μοιάζει με σκούφο καπουτσίνου. Έχει γεροδεμένο σώμα, μέτριου μήκους άκρα, άφθονο τρίχωμα και συλληπτήρια ουρά. Ζει κατά αγέλες των 6-20 ατόμων και είναι τολμηρό, πονηρό και έξυπνο ζώο. Είναι δενδρόβιο και τρέφεται με φρούτα, βλαστούς και μικρά πουλιά. Συχνά προκαλεί ζημιές σε ορνιθώνες, φυτείες αραβοσίτου και λαχανόκηπους. Για τη σύλληψή του οι κυνηγοί χρησιμοποιούν το εξής τέχνασμα: ανοίγουν μία τρύπα σε μία κολοκύθα και αδειάζουν το περιεχόμενό της. Κατόπιν, γεμίζουν την κολοκύθα με ζύμη, σιρόπι ή μέλι και την αφήνουν κάτω από ένα δέντρο. Το ζώο πηγαίνοντας εκεί βάζει μέσα στην τρύπα το χέρι του, απ’ όπου όμως δεν μπορεί πια να το αποσύρει. Καθώς αρνείται να εγκαταλείψει τη λεία του, είναι πλέον εύκολο να συλληφθεί. Οι κ. προσαρμόζονται γρήγορα στην αιχμαλωσία· όταν μελετήθηκαν σε εργαστηριακά πειράματα, βρέθηκε ότι μπορούν να χρησιμοποιούν απλά εργαλεία, να φτιάχνουν σχέδια και να ζωγραφίζουν. Συνήθως χρησιμοποιούνται από πλανόδιους οργανοπαίκτες, οι οποίοι τους εκγυμνάζουν να χορεύουν στους ήχους της μουσικής. Επίσης, οι ιθαγενείς τούς κυνηγούν για το κρέας τους.
Άλλα είδη κ. είναι: ο κ. με τις άσπρες πλάτες (ο υπόλευκος), διαδεδομένος στην Κεντρική Αμερική, το είδος Cebus apella της Γουιάνας, με μακρύ και καστανόμαυρο τρίχωμα, ο κ. ο μακροκέφαλος, με μεγάλο κεφάλι και καστανόμαυρο χρώμα που ζει στον άνω Αμαζόνιο, και τέλος ο μαύρος κ. με άσπρες παρειές, των ανατολικών περιοχών της Βραζιλίας. Στην ίδια οικογένεια ανήκει και ο χρυσόθριξπιθηκοσκίουρος, που ζει στον Αμαζόνιο και από τη Γουιάνα μέχρι την Κολομβία. Το ζώο αυτό έχει λεπτό και κοντό σώμα, μήκους 30 εκ., ενώ το τρίχωμά του είναι χρυσοκόκκινο στη ράχη. Χαρακτηριστική είναι η άσπρη μάσκα γύρω από τις κόγχες των ματιών. Τα κατώτερα τμήματα των άκρων είναι γκρίζα-πορτοκαλί και η ουρά του έχει μήκος 50 εκ. Είναι ευκίνητο, δειλό, χαριτωμένο ζώο. Τρέφεται με βλαστούς, καρπούς, πυγολαμπίδες και διάφορα άλλα έντομα.
Ο κίβος ο καπουτσίνος ονομάστηκε έτσι επειδή το τρίχωμα της κεφαλής του μοιάζει με σκούφο καπουτσίνου μοναχού. Είναι μια πλατύρρινη μαϊμού, η οποία ζει στα δάση της τροπικής Αφρικής.
* * *κίβος, ὁ (Α)(κατά το λεξ. Σούδα) «κιβωτός».[ΕΤΥΜΟΛ. Ίσως πρόκειται για αντίστροφο παρ. τού κιβωτός ή για μεταπλασμό του κατ' επίδραση τού λατ. cibus].
Dictionary of Greek. 2013.